κεγχρίτης

κεγχρίτης
κεγχρ-ίτης [ῑ], ου, ,
A like millet,
1 = κεγχρίας 11 (q.v.).
2 a kind of stone, Plin.HN37.188.
3 a bird, Dionys.Av.3.23.
II fem.[suff] κεγχρ-ῖτις, , ἰσχάς a dried fig (from its number of grains), AP6.231 (Phil.).
2 a fabulous plant, Ps.-Plu.Fluv.19.2.
------------------------------------
κεγχρ-ίτης, Aët.13.27:

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κεγχρίτης — κεγχρίτης, ὁ, θηλ. κεγχρῑτις, ίτιδος (Α) 1. όμοιος με σπόρο κεχριού 2. το φίδι κεγχρίας* 3. το πτηνό κεγχρίς* 4. ονομασία λίθου, τού οποίου οι κόκκοι έμοιαζαν με κεχρί κατά την τριβή 5. φρ. «κεγχρῑτις ἰσχάς» σύκο ξερό με πολλούς σπόρους. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • κεγχρίτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεγχρίτην — κεγχρίτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέγχρος — ο (ΑΜ κέγχρος) 1. γένος φυτών τής οικογένειας αγρωστώδη, το κεχρί 2. ο καρπός τού φυτού αρχ. 1. καθετί που μοιάζει με κεχρί 2. μικρός κόκκος 3. φλόγωση τού ματιού 4. είδος φιδιού, κεγχρίας* 5. είδος μικρού διαμαντιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αβέβαιης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”